- τρίστοιχον
- τρίστοιχοςin three rowsmasc/fem acc sgτρίστοιχοςin three rowsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλακόεις — εσσα, εν, Α (κυρίως για τόπο) πλατύς, επίπεδος, πεδινός («χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek